- συγκάθεδρος
- συγκάθ-εδρος, ὁ,A assessor, colleague, Ulp. ad D.21.178, Hsch. s.v. συνθάκων; condemned by Thom.Mag. p.292 R.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκάθεδρος — assessor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκάθεδρος — ό, ΜΑ αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατά + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ εδρος, σύν εδρος] … Dictionary of Greek
συγκαθέδρου — συγκάθεδρος assessor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθέδρους — συγκάθεδρος assessor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθέδρων — συγκάθεδρος assessor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθέδρῳ — συγκάθεδρος assessor masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκάθεδροι — συγκάθεδρος assessor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκάθεδρον — συγκάθεδρος assessor masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθεδρία — ἡ, Μ [συγκάθεδρος] το να είναι κανείς συγκάθεδρος* … Dictionary of Greek
стольник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (συγκαθέδρος) советник, помощник (Прол. апр. 13, 1 к.) … Словарь церковнославянского языка
σύνθρονος — η, ο / σύνθρονος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που μοιράζεται τη βασιλική εξουσία με άλλον, που κάθεται στον ίδιο θρόνο με άλλον (α. «φρόνησις καὶ αἱ σύνθρονοι ταύτης ἀρεταί», Φίλ. β. «Ἀντινόῳ συνθρόνῳ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ θεῶν», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek